- νυκτίφοιτος
- νυκτῐ-φοιτος, ον,A night-roaming, v.l. for foreg. in A.Pr.657 ;
ν. δείματα Lyc. 225
(perh. to be read in A.) ; θεός, of Artemis, Ant.Lib.15.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ν. δείματα Lyc. 225
(perh. to be read in A.) ; θεός, of Artemis, Ant.Lib.15.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτίφοιτος — νυκτίφοιτος, ον (Α) 1. αυτός που περιφέρεται τη νύχτα 2. νυχτερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φοιτος (< φοιτῶ), πρβλ. ορεί φοιτος) … Dictionary of Greek
νυκτίφοιτον — νυκτίφοιτος night roaming masc/fem acc sg νυκτίφοιτος night roaming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτίφοιτα — νυκτίφοιτος night roaming neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτίφοιτ' — νυκτίφοιτα , νυκτίφοιτος night roaming neut nom/voc/acc pl νυκτίφοιτε , νυκτίφοιτος night roaming masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτερόφοιτος — νυκτερόφοιτος, ον (Α) νυκτίφοιτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + φοιτος (< φοιτῶ)] … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek